- λεχεποίης
- λεχεποίης, ό, θηλ. λεχεποίη (Α)αυτός που έχει άφθονη χλόη για την κατασκευή στρωμάτων (α. «Ἄσωπον δ' ἵκοντο βαθύσχοινον λεχεποίην», Ομ. Ιλ.β. «ἀγχίαλόν τ' Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *λεχεσ-ποίης < λέχος + ποιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.